- παρεξάγω
- ΜΑ [εξάγω]1. άγω, οδηγώ κοντά σε κάτι ή μακριά από κάτι2. παροδηγώ, παραπλανώ, αποπλανώ («πολλῇσίν μ' ἄτῃσι παρέκ νόον ἤγαγεν Ἕκτωρ», Ομ. Ιλ.)3. εξάγω, εξέλκω («τὰ βέλη παρεξάγουσιν», Θεοφύλ.)4. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ («τοῡ Λευὶ τῷ τῆς ἱερωσύνης τιμήματι τὸν Ἰούδαν παρεξάγοντος», Ευστ.).
Dictionary of Greek. 2013.